- συνοφειλέτης
- ο , συνοφειλέτις (-ιδος) η содолжни|к, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνοφειλέτης — ο, θηλ. συνοφειλέτις, ιδος, Ν ο μαζί με άλλον οφειλέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οφειλέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ιόνιους Κώδικες] … Dictionary of Greek
ανάδοχος — Εκείνος που αποδέχεται μια υποχρέωση, ο εγγυητής. Υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να αναδεχτεί ξένη οφειλή: είτε ως συνοφειλέτης ή εγγυητής στον αρχικό οφειλέτη είτε αναλαμβάνοντας τις υποχρεώσεις του οφειλέτη. Α. λέγεται και… … Dictionary of Greek